Τετάρτη 18 Ιουνίου 2008
ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΕΠΙ ΕΛΑΦΡΩΝ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ
Ο Επίσκοπος έχει και διοικητικά και δικαστικά δικαιώματα χωρίς την συνηθισμέ¬νη Νομο-Κανονική δικαστική διαδικασία. Ο Νόμος ν.5383/32 «περί των εκκλησια¬στικών δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας», του δίνει το δικαίωμα να ασκήσει και αυτά τα διοικητικά δικαστικά του δικαιώματα επί ελαφρών παραπτωμάτων των Ιερέων της Επισκοπής του, όμως, ύστερα από διαλογική διαδικασία με το παρεκτραπέντα Ιερωμένο. Ποία όμως είναι αυτά τα όρια που του παρέχει ο Νόμος, και εντός των οποίων οφείλει να περιοριστεί ο «κατά την κρίση του» δικα¬στής Επίσκοπος;
Πράγματι επί ελαφρών παραπτωμάτων που δεν επάγονται Κανονική ποινή ο Επίσκοπος δύναται να επιβάλλει αργία ή και ν’ αφαιρέσει το οφφίκιο από τον παρεκτραπέντα ιερέα, αλλά ύστερα από προφορική ή έγγραφη αιτιολογία του. Συγκεκριμένα ορίζεται: «Επί ελαφρών παραπτωμάτων ο Αρχιερεύς μετά προφορικήν, ή έγγραφον απολογίαν επιβάλη, εις τον παρεκτραπέντα, αργίαν μέχρι 30 ημερών μετά ή άνευ εκπτώσεως από του εκκλησιαστικού οφφικίου, αν δε το παράπτωμα προξενήση σκάνδαλον ο Μητροπολίτης δύναται να επιβάλη αργίαν μέχρις 6 μη¬νών» (ν.5383/32, αρθρ. 11 παρ. 3, πρβλ, και άρθρα 100 & 116).
Όμως, πολλές φορές το δικαίωμα αυτό ο Επίσκοπος το παραβιάζει ανάλογα με τις διαθέσεις του απέναντι στο κατηγορούμενο Ιερέα του, και του επιβάλλει αργία χωρίς τη διαδικασία του διαλόγου μ’ αποτέλεσμα να παραβιάζει, κατάφορα, πέραν του ισχύοντος Νόμου, και τις λίαν ρητές και κατηγορηματικές διατάξεις του ΙΒ΄ Κανόνα της Συνόδου Καρθαγένης, ο οποίος απαιτεί ο κατηγορούμενος Ιερωμένος υποχρεωτικά «ν’ ακουστεί» δηλαδή, να δικαστεί πριν του επιβληθεί η οποιαδήποτε ποινή.
Ο Επίσκοπος ακόμη, εκμεταλλευόμενος τα δικαιώματα που του παρέχει ο Νόμος, αυθαιρετεί, παρερμηνεύοντας ηθελημένα τις διατάξεις του αρθρ. 102 του ν.5383/32 μ’ αποτέλεσμα να κατορθώνει όλως παράνομα και αντικανονικά, την παράταση της αργίας στον Ιερέα του και πέραν της δικαιοδοσίας του, επί ολόκληρον έτος και πλέον πολλές φορές. Το άρθρο 102 ορίζει ότι: «Επί παραπτωμάτων προβλεπομένων και υπό του κοινού Ποινικού Δικαίου, δι’ ά διετάχθη υπό της κοινής Δικαστικής Αρχής η προφυλάκισις του Ιερωμένου, ο αρμόδιος Μητροπολίτης δύ¬ναται να απαγόρευση προσωρινώς μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως του Εκ¬κλησιαστικού δικαστηρίου πάσαν ιεροπραξίαν».
Δηλαδή, μόνον κάτω απ’ αυτές τις Ποινικές προϋποθέσεις δικαιούται ο Μητροπολίτης να εξαντλήσει τη δικαιοδοσία του των έξι (6) μηνών αργίας, όπερ σημαίνει ότι οφείλει εντός των έξι μηνών να συγκαλέσει το υπ’ αυτόν Εκκλησιαστικό Δικαστήριον, και να εκδόσει την απόφασή του για τον κατηγορούμενο Ιερέα του. Γιατί όταν ο Νόμος ορίζει «μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως του εκκλησιαστικού δικαστηρίου», ο νομοθέτης εννοεί το δικαστήριο που εξουσιάζει ο Επίσκοπος, δηλαδή το Επισκοπικό. Η αλήθεια αυτή του Νομοθέτη διαστρέφεται και έτσι ο Επίσκοπος επιτυγχάνει να ταλαιπωρεί τον Ιερέα του υπονοώντας «ως εκκλησιαστικόν δικαστήριον» την τελεσίδικον απόφαση του αρμόδιου Συνοδικού Δικαστηρίου. Με το τρόπον αυτόν ετσιθελικά και ασύστολα ο Επίσκοπος υπερβαίνει τις αρμο¬διότητές του, και δυστυχώς, την οφθαλμοφανή αυτή ΝομοΚανονική παρανομία του Επισκόπου την αποδέχεται, το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, το οποίον σημειωτέον, «δικάζει εις πρώτον βαθμόν» και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο εκμαυλισμός του ΝομοΚανονικού Δικαίου, πρόκειται, δηλαδή, για ένα «τραγελαφι¬κό ΝομοΚανονικό αλαλούμ». Με την ηθελημένη αυτή παρερμηνεία του ο Επίσκο¬πος, και με τις ευλογίες πλέον και της Ιεράς Συνόδου, το ΝομοΚανονικό Δίκαιον γίνεται λάστιχο, για να επιτυγχάνει το στόχο του, που δεν είναι άλλος παρά η ταλαιπωρία του απροστάτευτου και δύστυχου Ιερέα και της οικογενείας του.
Δυστυχώς, είναι λυπηρόν, ότι από τη στιγμή που θα τύχει να εκλεγεί κάποιος Επίσκοπος, ένα στόχον έχει κατά νουν, τους ανυπεράσπιστους Ιερείς του, που με την αμέριστη βέβαια βοήθεια του εκλεγμένου, από τον ίδιον περιβάλλοντός του, αυτά τα άγαμα, έγγαμα και λαϊκά «γιουσουφάκια του», που με την ανοχή του επι¬δεικνύουν περισσή υπεροψία, αλαζονεία και ασέβειαν, αν όχι και εχθρική πολλές φορές συμπεριφορά προς το Ιερατείο της Επισκοπής, γι’ αυτό και είναι απαραίτη¬το το Ιερατικό προσωπικό των Γραφείων των Μητροπόλεων να εκλέγεται, ανά τριετίαν, από το έγγαμο Ιερατείο της Ιεράς Μητροπόλεως, και όχι από τον Επίσκοπον.
Λοιπόν, για να επανέλθουμε στο θέμα μας, ο Επίσκοπος εκείνος, που πριν εξαντλήσει τα διοικητικά δικαστικά του δικαιώματα, που του παρέχει το εκκλησιαστικό Δίκαιον, δεν εφαρμόσει πιστά τις ρητές και κατηγορηματικές διατάξεις του ΝομοΚανονικού Δικαίου και προβαίνει «εις Επισκοπικές αηδίες»? (Καν. 5ος Α΄ Οικ. Συνόδου), παρανομεί ασύστολα και αδικεί κατάφορα και ηθελημένα τους Ιερείς της Μητροπολιτικής του περιφέρειας. Ο Επίσκοπος, ΝομοΚανονικά, δεν έχει το δικαίωμα, να επιβάλλει αργία πέραν των έξι (6) μηνών. Επομένως μετά τη παρέλευ¬ση των έξι μηνών ο καταδικασθείς σε αργία Ιερέας αναλαμβάνει «αυτοδικαίως» τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, αν δεν έχει εκδικασθεί ακόμη η υπόθεσή του (ν.5383/32, αρθρ. 135).
Είναι γνωστόν Εκκλησιολογικά και δεν πρέπει ποτέ να το παραβλέπει ο Μητρο¬πολίτης, ότι: «Ο Επίσκοπος εκείνος που θα επιχείρηση οιαδήποτε αυθαιρεσίαν επί του Πρεσβυτέρου σημαίνει, ότι ο επίσκοπος αυτός εκπίπτει της αποστολής του» (Μέγας Φαράντος, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών. Παραδόσεις Δογματικής και Εκκλησιολογίας).
Πρεσβ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ
Θεολόγος – Εκκλ/κός Συνήγορος
Εκπρόσωπος του ΑΣ. του Ι.Σ.Κ.Ε.
Επί Νομο-Κανονικών Θεμάτων
Περιοδικό Ενορία 12/03/2004
Αριθμός Φύλλου 973
Παρασκευή 13 Ιουνίου 2008
ΕΓΓΑΜΟΙ ΚΑΙ ΑΓΑΜΟΙ ΚΛΗΡΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ
Η Εκκλησία από τους αποστολικούς χρόνους τάχθηκε υπέρ της ελεύθερης εκλογής του γάμου. Οι άγαμοι Απόστολοι και οι μετέπειτα άγαμοι Κληρικοί δεν συνδέονται με το Μοναχισμό, εφόσον αυτός εμφανίσθηκε στα τέλη του γ΄ και αρχές του δ΄ αιώνα.
Ακριβώς σ’ αυτή τη θέση υπάρχει μια νόθευση και σύγχυση, όταν οι άγαμοι Κληρικοί θεωρούνται συλλήβδην ως μοναχοί και ονομάζονται Ιερο¬μόναχοι.
Με το θέμα αυτό της θέσεως μέσα στον κόσμο των αγάμων και εγγάμων Κληρικών ασχολήθηκαν πολλές σπουδαίες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, των οποίων τις γνώμες θα αναφέρουμε και οι οποίες επεσήμαναν τα λάθη και τη σύγ¬χυση.
Στην ιστορία της Εκκλησίας, υπήρξαν και υπάρχουν τρεις τάξεις Κληρικών: α) οι άγαμοι κοσμικοί (δηλ. αυτοί που διαμένουν στην κόσμο), β) οι έγγαμοι κληρικοί και γ) οι Μοναχοί Κληρικοί.
Τη διάκριση αυτή δέχεται και ο αοίδιμος διακεκριμένος κληρικός Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, στη μελέτη του «Μοναχικός και Άγαμος Κοσμικός Κλήρος».
Οι Μοναχοί Κληρικοί είναι αυτοί που διαμένουν στα Μοναστήρια και έχουν τον τίτλο του Ιερομόναχου. Ο τίτλος του ιερομόναχου είναι αποκλειστικώς των Μοναχών Κληρικών.
Η διάκριση αυτή μαρτυρείται και από το γεγονός, ότι η Εκκλησία εξαρχής είχε έγγαμους και άγαμους Επισκόπους, οι οποίοι δεν προέρχονταν από τον μοναχικό κόσμο. Οι άγιοι Τιμόθεος, Ιγνάτιος, Πολύκαρπος και τόσοι άλλοι ήσαν άγαμοι και δεν ανήκαν στην μοναχική τάξη, όπως και από το άλλο μέρος υπήρχαν και έγγαμοι Επίσκοποι.
Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός που έζησε κατά την εμφάνιση του μοναχισμού, ομιλεί για άγαμους Κληρικούς μέσα στον κόσμο, που ζούσαν «εν αγγελική πολιτεία», δηλ. εν παρθενία. Στους πρώτους μάλιστα αιώνες του μοναχισμού δεν επιτρεπό¬ταν οι μοναχοί να γίνουν Κληρικοί.
Οι μοναχοί εκκλησιάζονταν στους ναούς των κοντινών χριστιανικών κοινοτήτων ή πήγαιναν ιερείς στα Μοναστήρια. (Βλέπε Β. Στεφανίδου, Εκκλησ. Ιστορία εκδ. α΄, εν Αθήναις 1948, σελ. 142). Παρόμοια γράφει και ο Νικόδημος Μίλας: «όπως δε μη παρακωλύονται οι μοναχοί από του ασκη¬τικού αυτών βίου, δεν επετρέπετο το κατ’ αρχάς αυτοίς η ιερωσύνη, αλλά μάλλον ώφειλον να προσέρχωνται εις τας εν τω εγγυτέρω κειμένω ναώ υπό του εφημεριακού κλήρου τελούμενος ιεροτελεστίας». (Εκκλ. Δίκαιον, κατά μετάφραση Μελ. Αποστολόπουλου, εν Αθήναις 1906, σελ. 932).
Και ο ιερός Παφνούτιος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο συμβούλευσε: «Κατά δε την αρχαίαν της Εκκλησίας παράδοσιν τους μεν αγάμους του ιερατικού τάγματος κοινωνήσαντας, μηκέτι γαμείν τους δε μετά γάμου (κοινωνήσαντας του ιερατικού τάγματος), ων έχουσι γαμετών μη χωρίζεσθαι». (Σωζομένου, Εκκλησ. Ιστορία, Γ κγ΄, Migne 67, 925).
Οι άγαμοι κληρικοί, για τους οποίους ομιλεί ο Παφνούτιος, δεν ήταν δυνατό να ήσαν μοναχοί, γιατί στους μοναχούς ο γάμος είναι κατά το αδιανό¬ητο τόσο προ της χειροτονίας, όσο και μετά από αυτήν.
Τον ιβ΄ αιώνα, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μάρκος υπέβαλε προς τον Πατριάρχη Αντιοχείας και σοφό κανονολόγο Θεόδωρο το Βαλσάμωνα την εξής ερώτηση: «Υποδιάκονος και Διάκονος δύνανται νομίμως συναφθήναι γυναικί ή ου;». Από την ερώ¬τηση συνάγεται το συμπέρασμα ότι πρόκειται περί κληρικών απλώς αγάμων και όχι περί μοναχών.
Ο κανονολόγος Μελέτιος Σακελλαρόπουλος (Μητροπολίτης Μεσ¬σηνίας) γράφει: «Η ημετέρα Εκκλησία, συνωδά τη διδασκαλία της Αγ. Γραφής, αψήκεν έκαστον ελεύθερον, ποθούντα το ιερατικόν αξίωμα, να εξέταση εαυτόν και να αποφασίση τουλάχιστον προ του 30ου ή και 25ου έτους της ηλικίας, ωρίμου ούσης, εάν θέλη να ιερωθή έγγαμος ή άγαμος. Άγαμος εννοείται ουχί ο μοναχός, όστις κείρεται και προ της ηλικίας ταύτης και υποχρεούται να διαμένη εν τω Μοναστηρίω δια βίου». (Εκκλησ. Δίκαιον, εν Αθήναις 1898, σελ. 160). Σαφής λοιπόν διάκριση του άγαμου κληρικού από το Μοναχό.
Ο Αρχιμανδρίτης. Απόστολος Χριοτοδούλου, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Χάλκης, στο βιβλίο του «Δοκίμιον Εκκλησιαστικού Δικαίου», εν Κων/λει 1896, σελ. 262-63, γράφει: «Αφ’ ετέρου δε ούτε ο γάμος και ο οικογενειακός βίος εθεωρήθησαν ποτέ ως αναγκαία συνθήκη και υποχρέωσις δια το εν τη Εκκλησία λειτούργημα… Εντεύθεν δείκνυται, ότι οι άγαμοι, σημείωσαν ουχί οι μοναχοί, ηδύναντο ου μόνον να γένωνται κληρικοί, αλλά και να μένωσιν εν τω κλήρω, ανυψούμε¬νοι εις τους ανωτάτους βαθμούς… Ώστε και ο έγγαμος και ο άγαμος βίος αφέθησαν υπό των κανόνων εις την ελεύθερον εκλογήν και επιθυμίαν εκάστου Κληρικού. Έκαστος εστίν ελεύθερος, ίνα εκλέξη την κατάστασιν εκείνην, ήτις ανταποκρίνε¬ται μάλλον εις τας εσωτερικός αυτού διαθέσεις».
Ο Καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου Αναστάσιος. Χριστοφιλόπουλος γρά¬φει: «Οι χειροτονούμενοι άγαμοι δεν είναι ανάγκη να έχουν προηγουμένως καρή μοναχοί, καίτοι το τελευταίον τούτο είναι το συνήθως εν τη πράξει συμβαίνον». (Ελληνικόν Εκκλησ. Δίκαιον, τεύχ. Β΄, εν Αθήναις 1954, σελ. 52). Αυτό το «συνήθως εν τη πράξει συμβαίνον» προήλθε από έλλειψη Κληρικών στις Ενορίες και ακόμη για άλλους λόγους σκοπιμότητος. Έτσι πολλοί λαμβάνουν τυπικώς τη μοναχική κούρα, χειροτονούνται Ιερομόναχοι και προσεταιρίζονται ακαίρως και αντικανονικώς τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη και με μια τυπική εγγραφή σε κάποιο μοναστήρι βρίσκονται μέσα στον κόσμο και στις κοσμικές Ενορίες.
Πώς όμως είναι δυνατό και νόμιμο, ο θεωρούμενος Ιερομόναχος και ο οποίος έδωσε υπόσχεση ενώπιον του Θεού τέλειας αφιερώσεως και ολοκληρωτικής προσφοράς για τη Μονή του, να διαμένει μέσα στον κόσμο; Ο υποψήφιος μοναχός ερωτάται κατά την Ακολουθία του Σχήματος, εάν «εκούσια αυτού γνώμη» προσέρχεται ή μήπως «εκ τίνος ανάγκης ή βίας». Ακόμη ερωτάται: «παραμένεις τω Μοναστηρίω και τη ασκήσει έως εσχάτης σου αναπνοής;». Απαντά ο υποψήφιος: «Ναι, του Θεού συνεργούντος, τίμιε πάτερ». Και οι κανόνες ορίζουν τριετή δοκιμασία των υποψηφίων μοναχών και σε εξαιρετικές περιπτώσεις τουλάχιστο εξάμηνη και είναι αυστηροί για κείνους που εγκαταλείπουν το Μοναστήρι τους. (Βλέπε Δ΄ και Ε΄ κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου). Όταν λοιπόν βλέπουμε τους Ιερομόναχους μέσα στον κόσμο, μήπως κατά την Ακολουθία του Σχήματος έπαιξαν κωμωδία;
Ο όρος Αρχιμανδρίτης είναι ταυτόσημος του Ηγουμένου. (Νεαροί Ιουστινιανού, Corpus juris Civilis, ΡΚΓ΄, λδ΄, Berolini 1928, επιμ. R.Schol – G.Kroll). Παλαιότερα και η ηγουμένη εκαλείτο αρχιμανδρίτις (παρά J. Pargoire εν Dictionnaire d’ Archeologie Chetienne et de Liturgie, τ.I.c. 2746-2751). Ο Ηγούμενος αναλαμβάνων τα καθήκο¬ντα αυτού ονομάζεται Αρχιμανδρίτης. (Ιωακείμ Γ υπ’ αρ. 8042 της 14-12-1905 προς την Ι. Κοινότητα Αγ. Όρους). Μάλιστα η απονομή του οφφικίου του Αρχιμανδρίτη θεωρούνταν προνόμιο του Οικουμενικού Πατριάρχου. (Βλέπε Παν. Παναγιωτάκου, Σύστημα του Εκκλησιαστικού Δικαίου κατά την εν Ελλάδι ισχύν αυτού, τόμ. 4, εν Αθήναις 1957, σελ. 345, παρ. 3, 346-47, 367).
Ο Πρωτοπρεσβύτερος Κων/νος Ρωμανός στο βιβλίο του «Μελέτη δια τον Αρχιμανδρίτην εν γένει», (εν Αθήναις 1930, σελ. 11) αναφέρει, ότι το οφφίκιο του Αρχι¬μανδρίτη παρέχει μεν τιμή στην ιερατική μοναχική τάξη, δεν συγκαταριθμείται όμως στα οφφίκια του εφημεριακού ενοριακού κλήρου. Ο ίδιος αναφέρει και έτσι είναι, ότι στις Σλαβικές Ορθόδοξες Εκκλησίες οι Αρχιμανδρίτες υπάρχουν μόνο στα Μοναστήρια ή ως Καθηγητές Εκκλησιαστικών Σχολών. Στη Ρουμανία το αξίω¬μα του Αρχιμανδρίτη απονέμεται με την έγκριση της Ιεράς Συνόδου. Γενικά οι Ιερομόναχοι και οι Αρχιμανδρίτες αποκλείονται των Ενοριών.
Συνεπώς η απονομή ευκαίρως – ακαίρως του οφφικίου του Αρχιμανδρίτη σε μοναχούς που ψευδώς ορκίσθηκαν να μείνουν ισοβίως στο Μοναστήρι, αποτελεί νόθευση και κατάχρηση της εκκλησιαστικής πράξεως και των ιερών κανόνων. Το τραγικό δε και αυτόχρημα εγκληματικό είναι, ότι νεανίσκοι 20 και 22 ετών (πολλοί απορρίπτουν αργότερα το ράσο) ανεμίζονται μετά των επιρριπταρίων μέσα στις κοινωνίες των Ενοριών με θλιβερά επακόλουθα. Και αυτοί παρουσιάζονται ως Ιερομόναχοι! Η κατάσταση αυτή είναι όντως καταχρηστική. Οι άγαμοι Κληρικοί κα¬τά κανόνα γίνονται οι ευνοούμενοι των Επισκόπων, αναλαμβάνουν τις Πρωτοσυγκελλίες και Γραμματείες και πολλάκις γίνονται οι δυνάστες και οι διώκτες τιμίων οικογενειαρχών Εφημερίων, όταν μάλιστα τολμήσουν να αναπτύξουν ενοριακή δρά¬ση με σύγχρονες προδιαγραφές. Σε πολλούς υπερπλεονάζει η ημιμάθεια.
Ο αοίδιμος Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος θεωρεί αυτή την κατάσταση ως φο¬βερή σύγχυση και εκφράζει τη βαθεία θλίψη του. Τέτοια σύγχυση υπήρχε και παλαιότερα, γι’ αυτό η τότε Ιερά Σύνοδος απέστειλε Εγκύκλιο, στην οποία διαλαμ¬βάνει: «Παρεισέφρυσεν η κακή συνήθεια του χειροτονείν και αγάμους Ιερείς εν τω κοσμώ, όπως χρησιμεύωσιν ως τακτικοί κοινοτήτων εφημέριοι.
Την τοιαύτην αντικανονικήν συνήθειαν μη ανεχομένη του λοιπού η Σύνοδος, προσκαλεί την Υμετέραν Σεβασμιότητα, ίνα μηδέποτε εις το εξής χειροτονήσητε ή προτείνετε τοιού¬τους ως απαραδέκτους». (Εν Αθήναις, 7 Φεβρουαρίου 1872, Σ. Γιαννόπουλου, Συλλογή των Εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου, εν Αθήναις 1901, σελ. 332-33).
Δυστυχώς η Ιερά Σύνοδος ανακάλεσε δια της υπ’ αρ. 914/26-9-57 την παραπάνω Εγκύκλιο, για να συνεχίζεται η σύγχυση και η αντικανονικότητα. Υπάρχει πάντως η υπ’ αρ. 2921/3-12-36 Εγκύκλιος, η οποία ορίζει το προβάδισμα των Αρχιερατικών Επιτρόπων, εγγάμων κατά κανόνα, των Αρχιμανδριτών κατά τις επίσημες τελετές.
Αποδεικνύεται λοιπόν εκ της πράξεως της Εκκλησίας πάγια θέση, ότι ο μοναχός ανήκει στο μοναχικό κόσμο και μένει ισοβίως στο Μοναστήρι του. Οι άγαμοι Κληρικοί που θα υπάρχουν μέσα στις Ενορίες, δεν μπορεί να θεωρούνται Ιερομό¬ναχοι και να λαμβάνουν το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη.
Ο π. Επιφάνιος Θεοδωρό¬πουλος παρατηρεί: «Καλή και αγία η αγαμία, αλλά διατί εις αδρανής, οκνηρός, ημιμαθής κ.λ.π. άγαμος θα τιμάται υπέρ ένα ζηλωτήν, δραστήριον, σοφόν και πλή¬ρη πνευματικότητος έγγαμον; Εάν είχομεν σήμερον εν μέσω ημών τον έγγαμον Πρεσβύτερον Άγιον Γρηγόριον (τον είτα Επίσκοπον Νύσσης), δεν θα ήτο λίαν άτο¬πον να προτάσσωμεν αυτού νεανίσκους τινας Ιερείς, μη έχοντας άλλο προσόν πλην της αγαμίας: Τα αυτά θα ηδυνάμην να είπω ου μόνον δια παλαιούς, αλλά και δια νεωτέρους εγγάμους Πρεσβυτέρους, οίους ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, ο Κωνσταντίνος Καλλίνικος κ.ά.».
Προτείνει ο επιφανής αυτός άγαμος Κληρικός, οι άγαμοι Κληρικοί, μη όντες
μοναχοί και παραμένοντες στις Ενορίες, να ακολουθούν την τάξη των οφφικίων
των εγγάμων Πρεσβυτέρων και την αρχαιότητα των πρεσβειών της ιερωσύνης. Προσθέτει δε: «Οι άγαμοι πρέπει να στρατολογούνται εκ των εχόντων και ηλικίαν
ώριμον και μόρφωσιν αρίστην και ευλάβειαν άκραν και ήθος απαστράπτον και χαρακτήρα αδαμάντινον και ψυχικήν συγκρότησιν αρτίαν, κτηθείσαν εν κόποις και
μόχθοις, εν προσευχαίς και μελέταις, εν νηστείαις και αγρυπνίαις, εν εκούσια πενί¬α και κακοπαθία και ποικίλαις οτερήσεσιν» .Η πρόταση του π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου έρχεται σε συμφωνία με την τάξη του Μ. Τυπικού της Εκκλησίας που στην κατάσταση των οφφικίων των κοσμικών ιερέων ουδόλως αναφέρεται το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη, γιατί δεν είναι οφφίκιο των κοσμικών ιερέων, αλλά των
μοναχών.
Ο Θεολόγος Καθηγητής κ. Δημ. Κωλέσης παρατηρεί: «Το φαινόμενο της παρουσίας Αρχιμανδριτών μέσα στις Ενορίες και το προβάδισμα αυτών αποτελεί παρέκκλιση της γενικώς κρατούσης κοινωνικής αντιλήψεως μιας δημοκρατικής κοινωνίας και αντιβαίνει στην έννοια του Δικαίου όχι μόνο ηθικά, αλλά και νομικά, γιατί πουθενά αλλού η αρχαιότητα και τα προσόντα δεν αντιστέλλονται ή καταργούνται».
Ας μη λησμονούμε δε, όπως γράφει ο αοίδιμος Μητροπολίτης Μεσσηνίας Μελέ¬τιος (Εκκλησ. Δίκαιον, σελ. 210), ότι τα εκκλησιαστικά οφφίκια είναι απομίμηση και τύπος «της πομπώδους αυλής των αυτοκρατόρων». Η Ενορία προηγείται της Μο¬νής, εφόσον ο μοναχικός βίος αναφάνηκε πολύ αργότερα στην Εκκλησία. Ιστορικά προηγείται η Ενορία της Μονής και επομένως και οι ενοριακοί Κληρικοί των Ιερο¬μόναχων. Δεν είναι δε δυνατό οι νόμοι και οι κανόνες των Μονών να ισχύουν στις Ενορίες, των οποίων στάδιο δράσεως είναι η χριστιανική κοινωνία.
Ο Νικόδημος Μίλας στο Εκκλησιαστικό Δίκαιο (σελ. 572) λέει: «Το σπουδαιότερον έρεισμα του μονίμου επαρχιακού οργανισμού (Μητροπόλεως) και της κανονι¬κής αναπτύξεως του εκκλησιαστικού βίου καθόλου αποτελεί ο εφημεριακός κλή¬ρος. Ούτος εστιν ο σπουδαιότερος βοηθός και επίτροπος του επισκόπου εν τη διδασκαλία, εν τη εξασκήσει του αξιώματος αυτού ως αρχιερέως, εν τινι δε μετρώ και εν τη επιτελέσει των της αρχιποιμαντικής αυτού διακονίας». Και ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος γράφει»: «Η πραγματική δύναμις της Εκκλησίας είναι ο εφημεριακός κλήρος» (Ιερός Σύνδεσμος, αρ. 11, 20 Οκτωβρίου 1927).
Ευχόμεθα να προσεχθούν όσα ετόνισαν και διατύπωσαν επιφανείς Κληρικοί από τη σημερινή εκκλησιαστική ηγεσία και μάλιστα από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Όπως λειτουργεί σήμερα η εκκλησιαστική διοίκηση μόνο οι Ιεράρχες έχουν τη μοναδική ευθύνη της διορθώσεως των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Εμείς επισημαίνουμε, ότι η τάξη πάντοτε φανερώνει το βαθύτατο χαρακτήρα της εκκλησιαστι¬κής ζωής. Και το πνεύμα της ανανεώσεως στους λειτουργικούς και τελετουργι¬κούς τύπους θα αγκαλιάσει και τις προϋποθέσεις της ποιμαντικής διακονίας. Και αυτή η διακονία είναι το μήνυμα της παρουσίας της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο.
Πρωτοπρεσβύτερος ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΚΟΡΔΑΣ
τ. Λυκειάρχης
Σάββατο 7 Ιουνίου 2008
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ – ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ: ΑΝΑΚΟΠΗ – ΕΞΑΙΡΕΣΗ
«Δικαιοσύνην μάθετε, οι ενοικούντες επί της γης», (Ησ. 26, 9).
Οι διατάξεις του ισχύοντος ν.5383/1932 «περί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας», προβλέπει ότι, όταν ο κατηγορούμενος Ιερωμένος, καλούμενος νομίμως, δεν εμφανιστεί στο δικαστήριο, ή εμφανιζόμενος αποχωρήσει δικάζεται «ερήμην» (αρθρ. 125, πρβλ. Καν. 84 των Αγ. Αποστόλων).
Επί της «ερήμην» απόφασης ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να την ανακόψει ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση για δύο μόνο λόγους: α) Αν δεν εκλητεύθη νόμιμα, και β) Εάν εκωλήθη να εμφανιστεί από ανωτέρα βία ή άλλης ανυπέρβλητης αιτίας (αρθρ. 126). Κατά την εκδίκαση της ανακοπής ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα, να ζητήσει την εξαίρεση των μελών που μετείχαν στην συγκρότηση του δικαστηρίου που εξέδωσε την «ερήμην» απόφαση που σημαίνει ότι, η ανακοπή εξετάζεται και εκτιμάται από το δικαστήριο που εξέδωσε την «ερήμην» απόφαση, αλλά με άλλη βεβαίως σύνθεση.
Επ’ αυτού οι διατάξεις του ισχύοντος ν.5383/΄32 είναι λίαν σαφείς και κατηγορηματικές: «Εν περιπτώσει νομίμου αποκλεισμού, εξαιρέσεως ή ετέρου νομίμου κωλύματος των μελών εκατέρου των κατά το προηγούμενον άρθρον Συνοδικών Δικαστηρίων, (Πρωτοβαθμίου & Δευτεροβαθμίου), προσκαλούνται υπό του προέδρου της Ι. Συνόδου δι’ αντικατάστασιν εκ των μη Συνοδικών κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας εξ ημισείας εκ των της Παλαιάς Ελλάδος και των Νέων Χωρών» [αρθρ. 15 παρ. 1 και 2 του ν.5383/32 πρβλ, αρθρ. 33, 34, 35, 36 & 42 του ν.5383/32.
Σε πρόσφατον Πρωτοβάθμιο Συνοδικό δικαστήριο συνέβει το εξής ακατανόητο, και απίστευτο. Υπεβλήθησαν από την υπεράσπιση νόμιμες Ενστάσεις κατά της σύνθεσης του δικαστηρίου, και αίτηση εξαιρέσεως των μελών του δικαστηρίου που εξέδωκε την «ερήμην» απόφαση και ζήτησε, νέα σύνθεση του δικαστηρίου, όπως η ισχύουσα εκκλησιαστική δικαιοσύνη ορίζει ρητώς, για να κρίνει τις ενστάσεις, την αίτηση εξαιρέσεως των μελών, και τους λόγους της ανακοπής.
Το δικαστήριο, με περισσή αδιαφορία έναντι της ισχύουσας νομοθεσίας αγνόησε εντελώς το εκκλησιαστικό Δίκαιο, και κατά το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» έκρινε τις σε βάρος του ενστάσεις!, την αίτηση εξαίρεσης των μελών του!, και τους λόγους της ανακοπής, που σημειωτέον είχε ήδη απορρίψει, με την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου που είχε εκδόσει την «ερήμην» απόφαση του, οπότε και αποφάσισε «κατά το Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει» την απόρριψη τους!!
Μάλιστα έκρινε και τους λόγους της επίσημης βεβαίωσης του θεράποντος καρδιολόγου γιατρού που έκανε την εγχείρηση ότι, «δεν επιτρέπει στον κατηγορούμενο Ιερωμένο να υποστεί οποιαδήποτε σωματική ή πνευματική ταλαιπωρία», και τους κατέκρινε αποφαινόμενο, ότι «οι λόγοι που επικαλείται ο θεράπων ιατρός, δεν είναι ικανοί να εμποδίσουν τον κατηγορούμενο να παραστεί στο δικαστήριο!».
Και εδώ αποκαλύπτεται η αποκορύφωση, της ασυδοσίας, αυθαιρεσίας και αδιαφορίας των εκκλησιαστικών δικαστών έναντι της απονομής της δικαιοσύνης και ισχύει το του Ι. Χρυσοστόμου «ουδέ Σαυρομάται δικάζουσιν ούτως».
Οι παράνομες αυτές συμπεριφορές των εκκλησιαστικών δικαστών, έναντι του ισχύοντος εκκλησιαστικού και Κανονικού δικαίου εμφανίζουν σημάδια σήψης, διακωμώδησης, εκμαυλισμού, διάβρωσης, και ευτελισμού της εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης και τάξεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Σημάδια που απαιτούν, το συντομότερο δυνατό, την έκδοση νέου σύγχρονου εκκλησιαστικού Νόμου περί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, αναλόγου προς την καθήμενη δικαιοσύνη, επειδή η ισχύουσα όχι μόνο είναι διαβρωμένη επικίνδυνα, αλλά και προσβάλλει βάναυσα την Εκκλησία του θεού η οποία δεν είναι Εκκλησία, ακαταστασίας, ασυδοσίας και αυθαιρεσίας, αλλά «Τάξεως και Ειρήνης».
Πρεσβ/ρος ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ
Θεολόγος – Εκκλ/κός Συνήγορος
γ.γ. του Δ.Σ. Ι.Σ.Κ.Ε. & Εκπρόσωπος
Επί Νομό-Κανονικών Θεμάτων
15 – 06 – 2005
«Δικαιοσύνην μάθετε, οι ενοικούντες επί της γης», (Ησ. 26, 9).
Οι διατάξεις του ισχύοντος ν.5383/1932 «περί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας», προβλέπει ότι, όταν ο κατηγορούμενος Ιερωμένος, καλούμενος νομίμως, δεν εμφανιστεί στο δικαστήριο, ή εμφανιζόμενος αποχωρήσει δικάζεται «ερήμην» (αρθρ. 125, πρβλ. Καν. 84 των Αγ. Αποστόλων).
Επί της «ερήμην» απόφασης ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να την ανακόψει ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση για δύο μόνο λόγους: α) Αν δεν εκλητεύθη νόμιμα, και β) Εάν εκωλήθη να εμφανιστεί από ανωτέρα βία ή άλλης ανυπέρβλητης αιτίας (αρθρ. 126). Κατά την εκδίκαση της ανακοπής ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα, να ζητήσει την εξαίρεση των μελών που μετείχαν στην συγκρότηση του δικαστηρίου που εξέδωσε την «ερήμην» απόφαση που σημαίνει ότι, η ανακοπή εξετάζεται και εκτιμάται από το δικαστήριο που εξέδωσε την «ερήμην» απόφαση, αλλά με άλλη βεβαίως σύνθεση.
Επ’ αυτού οι διατάξεις του ισχύοντος ν.5383/΄32 είναι λίαν σαφείς και κατηγορηματικές: «Εν περιπτώσει νομίμου αποκλεισμού, εξαιρέσεως ή ετέρου νομίμου κωλύματος των μελών εκατέρου των κατά το προηγούμενον άρθρον Συνοδικών Δικαστηρίων, (Πρωτοβαθμίου & Δευτεροβαθμίου), προσκαλούνται υπό του προέδρου της Ι. Συνόδου δι’ αντικατάστασιν εκ των μη Συνοδικών κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας εξ ημισείας εκ των της Παλαιάς Ελλάδος και των Νέων Χωρών» [αρθρ. 15 παρ. 1 και 2 του ν.5383/32 πρβλ, αρθρ. 33, 34, 35, 36 & 42 του ν.5383/32.
Σε πρόσφατον Πρωτοβάθμιο Συνοδικό δικαστήριο συνέβει το εξής ακατανόητο, και απίστευτο. Υπεβλήθησαν από την υπεράσπιση νόμιμες Ενστάσεις κατά της σύνθεσης του δικαστηρίου, και αίτηση εξαιρέσεως των μελών του δικαστηρίου που εξέδωκε την «ερήμην» απόφαση και ζήτησε, νέα σύνθεση του δικαστηρίου, όπως η ισχύουσα εκκλησιαστική δικαιοσύνη ορίζει ρητώς, για να κρίνει τις ενστάσεις, την αίτηση εξαιρέσεως των μελών, και τους λόγους της ανακοπής.
Το δικαστήριο, με περισσή αδιαφορία έναντι της ισχύουσας νομοθεσίας αγνόησε εντελώς το εκκλησιαστικό Δίκαιο, και κατά το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» έκρινε τις σε βάρος του ενστάσεις!, την αίτηση εξαίρεσης των μελών του!, και τους λόγους της ανακοπής, που σημειωτέον είχε ήδη απορρίψει, με την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου που είχε εκδόσει την «ερήμην» απόφαση του, οπότε και αποφάσισε «κατά το Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει» την απόρριψη τους!!
Μάλιστα έκρινε και τους λόγους της επίσημης βεβαίωσης του θεράποντος καρδιολόγου γιατρού που έκανε την εγχείρηση ότι, «δεν επιτρέπει στον κατηγορούμενο Ιερωμένο να υποστεί οποιαδήποτε σωματική ή πνευματική ταλαιπωρία», και τους κατέκρινε αποφαινόμενο, ότι «οι λόγοι που επικαλείται ο θεράπων ιατρός, δεν είναι ικανοί να εμποδίσουν τον κατηγορούμενο να παραστεί στο δικαστήριο!».
Και εδώ αποκαλύπτεται η αποκορύφωση, της ασυδοσίας, αυθαιρεσίας και αδιαφορίας των εκκλησιαστικών δικαστών έναντι της απονομής της δικαιοσύνης και ισχύει το του Ι. Χρυσοστόμου «ουδέ Σαυρομάται δικάζουσιν ούτως».
Οι παράνομες αυτές συμπεριφορές των εκκλησιαστικών δικαστών, έναντι του ισχύοντος εκκλησιαστικού και Κανονικού δικαίου εμφανίζουν σημάδια σήψης, διακωμώδησης, εκμαυλισμού, διάβρωσης, και ευτελισμού της εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης και τάξεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Σημάδια που απαιτούν, το συντομότερο δυνατό, την έκδοση νέου σύγχρονου εκκλησιαστικού Νόμου περί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, αναλόγου προς την καθήμενη δικαιοσύνη, επειδή η ισχύουσα όχι μόνο είναι διαβρωμένη επικίνδυνα, αλλά και προσβάλλει βάναυσα την Εκκλησία του θεού η οποία δεν είναι Εκκλησία, ακαταστασίας, ασυδοσίας και αυθαιρεσίας, αλλά «Τάξεως και Ειρήνης».
Πρεσβ/ρος ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ
Θεολόγος – Εκκλ/κός Συνήγορος
γ.γ. του Δ.Σ. Ι.Σ.Κ.Ε. & Εκπρόσωπος
Επί Νομό-Κανονικών Θεμάτων
15 – 06 – 2005
Κυριακή 1 Ιουνίου 2008
Βάρβαρες τακτικές σε βάρος των εφημερίων
που θυμίζουν την εποχή του Προκρούστη
Γράφει ο πρεσβύτερος Ευστάθιος Κολλάς Θεολόγος – Εκκλ/κός Συνήγορος
πρόεδρος Εφημερίων της Ελλάδος.
Το Νομο-Κανονικό εκκλησιαστικό δίκαιο υπάγεται στις διατάξεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων και οφείλει να τηρεί, ως προς την σύνθεσή του και την όλη Πειθαρχική του διαδικασία τις βασικές αρχές του Πειθαρχικού Δικαίου των Δημοσίων Υπαλλήλων». (195/1987 Ομόφωνη Απόφαση Γ΄ τμήμ. του ΣτΕ.).
Είναι γνωστή η μέθοδος του Προκρούστη με το περιώνυμο κρεβάτι του. Όποιος έπεφτε επάνω του δεν γλίτωνε. Ήταν καταδικασμένος, είτε τύχαινε να είναι κοντός, είτε ψηλός, είτε και ίσος με το κρεβάτι του.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με το αρθρ. 37 του ν. 590/77 (Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας). Η Ιερά Σύνοδος καμώθηκε, ότι είναι προοδευτική και ενδιαφέρεται για τη προστασία των δικαιωμάτων των Εφημερίων, και έτσι εισηγήθηκε στην Πολιτεία και τελικά πέρασε ένα αλλοπρόσαλλο και παραπλανητικό άρθρο, όπου κυριαρχεί ο «άκρατος δεσποτισμός». Είναι το γνωστό 37 άρθρο, «μαγικό λάστιχο στα χέρια των δεσποτάδων», όπου αντιγράφονται, επακριβώς, οι βάρβαρες τακτικές, και μέθοδοι του αλήστου μνήμης των προγόνων μας, του μυθικού Προκρούστη.
Αλλοπρόσαλλο και παραπλανητικό γιατί:
α) Ενώ αναφέρεται για τακτικούς (= έγγαμους) Εφημέριους που μόνον αυτοί πληρούν μονίμως τις κενές οργανικές Εφημεριακές θέσεις, και επίσης για προσωρινούς (= Ιερομονάχους) που καταλαμβάνουν προσωρινώς τις κενές οργανικές Εφημεριακές θέσεις μέχρι πλήρωσή τους από τακτικούς έγγαμους Εφημέριους, εν τούτοις οι Ιερομόναχοι με τον ανύπαρκτο κοσμικό εκκλησιαστικό τίτλο του αρχιμανδρίτη, εκλέγονται, και καταλαμβάνουν, «ελέω Δεσπότη», μόνιμα οργανικές θέσεις, και ο έγγαμος, παρότι νόμιμα και Κανονικά, εκλέγεται, χειροτονείται, και τοποθετείται σε κενή οργανική Εφημεριακή θέση, κατόπιν Προκηρύξεως, και επομένως Νομό/Κανονικά θεωρείται, δυναμικά, μόνιμος εξ υπαρχής, εν τούτοις, για να μονιμοποιηθεί κατά τα λεγόμενα του άρθρου, οφείλει να διανύσει πενταετία στον ίδιο Ναό, και ενδέχεται, εάν πέσει στην δυσμένεια του Δεσπότη, να μην μονιμοποιηθεί ποτέ του, αν θα τον μετακινεί από Ναό σε Ναό.
β) Το εν λόγω άρθρο στην παρ. 8, ομιλεί ρητά και κατηγορηματικά, ότι η προεδρία του Ιερού Ναού θα ανατίθεται σε τακτικό έγγαμο Εφημέριο. Και εδώ γίνεται κραυγαλέα παρανομία, και αντικανονικότητα «εν ονόματι του άκρατου δεσποτισμού και της αυθαιρεσίας». Σε Ναούς, όπου ευρίσκεται και προσωρινός Ιερομόναχος διορίζεται αυτός και πρόεδρος του εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Δηλαδή οι απόκοσμοι Ιερομόναχοι αν και προσωρινοί έχουν περισσότερα δικαιώματα στον κόσμο από τους κοσμικούς έγγαμους Ιερείς, που έχει ορίσει η Εκκλησία του Χριστού να ποιμαίνουν τον κόσμο.
Αλλά η μεγαλύτερη και κραυγαλέα παρανομία και αντικανονικότητα που «βγάζει μάτι» και που αυτό είναι το θέμα μας, γίνεται στην μετάθεση του Εφημερίου, παρότι δεν το επιτρέπουν οι θείοι και Ιεροί Κανόνες. (Καν. 15ος, Α΄ Οικ. Συν.). Αναφέρεται λοιπόν στο άρθρο 37 παρ. 7 του ν. 590/1977, ότι για να μετατεθεί ένας Εφημέριος, θα πρέπει να το ζητήσει ο ίδιος. Όμως, και εάν δεν το ζητήσει ο ίδιος γιατί απλούστατα δε το επιθυμεί να μετατεθεί, τότε μετατίθεται θέλει δεν θέλει, γιατί το θέλει ο Δέσποτας. Και το δικαίωμα αυτό του το δίνει ο νόμος «λάστιχο».
Βάση λοιπόν της παρ. 7 του άρθρου 37, υποβάλλει ο Μητροπολίτης αιτιολογημένη πρόταση προς την Ιερά Σύνοδο, ουσιαστικά δηλαδή στον «εαυτόν του», και η Σύνοδος, αμέσως, του εγκρίνει τη μετάθεση που ζητεί, δίχως ο δύστυχος Εφημέριος να λαμβάνει γνώση της πρότασης του Δεσπότη για να την αντικρούσει ούτε και να ερωτηθεί!!! Αυτό συνιστά σαφή και ωμή παράβαση του Συντάγματος. (αρθρ. 20, παρ. 2). Είναι δεδομένο εκ των προτέρων, ότι ο Δεσπότης θα πάρει εκείνο που ζητεί, την έγκριση της μεταθέσεως, και εδώ έγκειται το τραγελαφικό του θέματος, και η «μεγαλοπρέπεια» της Προκρούστειας μεθοδευμένης τακτικής και πρακτικής του δεσποτικού καθεστώτος στην Εκκλησία. Όταν ο Εφημέριος έχει πλέον καταστεί ο στόχος του Δεσπότη που «ποιμαίνει το ποίμνιον εν κρατεί μετά εμπαιγμού» (Απ. Διαταγές).
Τελευταία και υστέρα από πολυέξοδους δικαστικούς αγώνες των Εφημερίων, η Σύνοδος κατάλαβε την παρανομία και την αντικανονικότητα ολκής που διαπράττει, και δέχεται μεν να ακούσει τον Εφημέριο, αλλά δεν του επιτρέπεται να παρίσταται με τον συνήγορό του και να λάβει γνώση της Εκθέσεως του Μητροπολίτη του με το διάτρητο δικαιολογητικό, ότι συνήγορος επιτρέπεται μόνο σε εκκλησιαστικά δικαστήρια γιατί εκεί θα εκδοθεί σχετική δικαστική απόφαση η οποία ελέγχεται από τη καθήμενη Δικαιοσύνη.
Πειθαρχικά Συμβούλια
Όμως, και πάλι πλανάται η Ιερά Σύνοδος διότι στην ουσία δεν υπάρχουν εκκλησιαστικά δικαστήρια με τη στενή σημασία των διατάξεων του Συντάγματος περί Δικαστηρίων, αλλά Συμβούλια Πειθαρχικά και τα αναφερόμενα ως εκκλησιαστικά δικαστήρια ουσιαστικά είναι κατά πάντα Πειθαρχικά Συμβούλια (195/87), Ομόφωνη Απόφαση του Γ΄ τμήμ, του ΣτΕ και Απόφαση 825/88 της Ολομελείας του ΣτΕ, ν. 2683/99 «Κώδικας Δημοσίων Υπαλλήλων» πέραν του ότι με τις διατάξεις του ΝΔ 53/74, όπου κυρώνεται η Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης 4 – 11 – 1950, «περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, και των θεμελιωδών Ελευθεριών». Γεγονός που σημαίνει, ότι οι διατάξεις του Συντάγματος, «περί Δικαστηρίων και απονομής της Δικαιοσύνης», υπερισχύουν και των διατάξεων του ν. 5383/32 «περί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων».
Ο ισχυρισμός λοιπόν της Ιεράς Συνόδου ότι δεν επιτρέπεται ο Εφημέριος να παρίσταται ενώπιον της ΔΙΣ μετά συνηγόρου σε περιπτώσεις διοικητικής φύσεως θεμάτων, όπως της μεταθέσεώς του παρά τη θέλησή του, είναι αντισυνταγματικός και αντικανονικός γιατί η Σύνοδος και σ’ αυτές τις περιπτώσεις παίρνει αποφάσεις οι όποιες και ελέγχονται από το ΣτΕ (Αποφ. 825/88).
Συνεπώς, ο Εφημέριος πάντοτε παρίσταται, ενώπιον οιασδήποτε προϊσταμένης Αρχής, μετά Συνηγόρου, εκκλησιαστικού ή λαϊκού και η στέρηση αυτού του αναφαίρετου δικαιώματός του συνιστά σοβαρό ποινικό αδίκημα. Προσοχή, λοιπόν, στο μέλλον…
που θυμίζουν την εποχή του Προκρούστη
Γράφει ο πρεσβύτερος Ευστάθιος Κολλάς Θεολόγος – Εκκλ/κός Συνήγορος
πρόεδρος Εφημερίων της Ελλάδος.
Το Νομο-Κανονικό εκκλησιαστικό δίκαιο υπάγεται στις διατάξεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων και οφείλει να τηρεί, ως προς την σύνθεσή του και την όλη Πειθαρχική του διαδικασία τις βασικές αρχές του Πειθαρχικού Δικαίου των Δημοσίων Υπαλλήλων». (195/1987 Ομόφωνη Απόφαση Γ΄ τμήμ. του ΣτΕ.).
Είναι γνωστή η μέθοδος του Προκρούστη με το περιώνυμο κρεβάτι του. Όποιος έπεφτε επάνω του δεν γλίτωνε. Ήταν καταδικασμένος, είτε τύχαινε να είναι κοντός, είτε ψηλός, είτε και ίσος με το κρεβάτι του.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με το αρθρ. 37 του ν. 590/77 (Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας). Η Ιερά Σύνοδος καμώθηκε, ότι είναι προοδευτική και ενδιαφέρεται για τη προστασία των δικαιωμάτων των Εφημερίων, και έτσι εισηγήθηκε στην Πολιτεία και τελικά πέρασε ένα αλλοπρόσαλλο και παραπλανητικό άρθρο, όπου κυριαρχεί ο «άκρατος δεσποτισμός». Είναι το γνωστό 37 άρθρο, «μαγικό λάστιχο στα χέρια των δεσποτάδων», όπου αντιγράφονται, επακριβώς, οι βάρβαρες τακτικές, και μέθοδοι του αλήστου μνήμης των προγόνων μας, του μυθικού Προκρούστη.
Αλλοπρόσαλλο και παραπλανητικό γιατί:
α) Ενώ αναφέρεται για τακτικούς (= έγγαμους) Εφημέριους που μόνον αυτοί πληρούν μονίμως τις κενές οργανικές Εφημεριακές θέσεις, και επίσης για προσωρινούς (= Ιερομονάχους) που καταλαμβάνουν προσωρινώς τις κενές οργανικές Εφημεριακές θέσεις μέχρι πλήρωσή τους από τακτικούς έγγαμους Εφημέριους, εν τούτοις οι Ιερομόναχοι με τον ανύπαρκτο κοσμικό εκκλησιαστικό τίτλο του αρχιμανδρίτη, εκλέγονται, και καταλαμβάνουν, «ελέω Δεσπότη», μόνιμα οργανικές θέσεις, και ο έγγαμος, παρότι νόμιμα και Κανονικά, εκλέγεται, χειροτονείται, και τοποθετείται σε κενή οργανική Εφημεριακή θέση, κατόπιν Προκηρύξεως, και επομένως Νομό/Κανονικά θεωρείται, δυναμικά, μόνιμος εξ υπαρχής, εν τούτοις, για να μονιμοποιηθεί κατά τα λεγόμενα του άρθρου, οφείλει να διανύσει πενταετία στον ίδιο Ναό, και ενδέχεται, εάν πέσει στην δυσμένεια του Δεσπότη, να μην μονιμοποιηθεί ποτέ του, αν θα τον μετακινεί από Ναό σε Ναό.
β) Το εν λόγω άρθρο στην παρ. 8, ομιλεί ρητά και κατηγορηματικά, ότι η προεδρία του Ιερού Ναού θα ανατίθεται σε τακτικό έγγαμο Εφημέριο. Και εδώ γίνεται κραυγαλέα παρανομία, και αντικανονικότητα «εν ονόματι του άκρατου δεσποτισμού και της αυθαιρεσίας». Σε Ναούς, όπου ευρίσκεται και προσωρινός Ιερομόναχος διορίζεται αυτός και πρόεδρος του εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Δηλαδή οι απόκοσμοι Ιερομόναχοι αν και προσωρινοί έχουν περισσότερα δικαιώματα στον κόσμο από τους κοσμικούς έγγαμους Ιερείς, που έχει ορίσει η Εκκλησία του Χριστού να ποιμαίνουν τον κόσμο.
Αλλά η μεγαλύτερη και κραυγαλέα παρανομία και αντικανονικότητα που «βγάζει μάτι» και που αυτό είναι το θέμα μας, γίνεται στην μετάθεση του Εφημερίου, παρότι δεν το επιτρέπουν οι θείοι και Ιεροί Κανόνες. (Καν. 15ος, Α΄ Οικ. Συν.). Αναφέρεται λοιπόν στο άρθρο 37 παρ. 7 του ν. 590/1977, ότι για να μετατεθεί ένας Εφημέριος, θα πρέπει να το ζητήσει ο ίδιος. Όμως, και εάν δεν το ζητήσει ο ίδιος γιατί απλούστατα δε το επιθυμεί να μετατεθεί, τότε μετατίθεται θέλει δεν θέλει, γιατί το θέλει ο Δέσποτας. Και το δικαίωμα αυτό του το δίνει ο νόμος «λάστιχο».
Βάση λοιπόν της παρ. 7 του άρθρου 37, υποβάλλει ο Μητροπολίτης αιτιολογημένη πρόταση προς την Ιερά Σύνοδο, ουσιαστικά δηλαδή στον «εαυτόν του», και η Σύνοδος, αμέσως, του εγκρίνει τη μετάθεση που ζητεί, δίχως ο δύστυχος Εφημέριος να λαμβάνει γνώση της πρότασης του Δεσπότη για να την αντικρούσει ούτε και να ερωτηθεί!!! Αυτό συνιστά σαφή και ωμή παράβαση του Συντάγματος. (αρθρ. 20, παρ. 2). Είναι δεδομένο εκ των προτέρων, ότι ο Δεσπότης θα πάρει εκείνο που ζητεί, την έγκριση της μεταθέσεως, και εδώ έγκειται το τραγελαφικό του θέματος, και η «μεγαλοπρέπεια» της Προκρούστειας μεθοδευμένης τακτικής και πρακτικής του δεσποτικού καθεστώτος στην Εκκλησία. Όταν ο Εφημέριος έχει πλέον καταστεί ο στόχος του Δεσπότη που «ποιμαίνει το ποίμνιον εν κρατεί μετά εμπαιγμού» (Απ. Διαταγές).
Τελευταία και υστέρα από πολυέξοδους δικαστικούς αγώνες των Εφημερίων, η Σύνοδος κατάλαβε την παρανομία και την αντικανονικότητα ολκής που διαπράττει, και δέχεται μεν να ακούσει τον Εφημέριο, αλλά δεν του επιτρέπεται να παρίσταται με τον συνήγορό του και να λάβει γνώση της Εκθέσεως του Μητροπολίτη του με το διάτρητο δικαιολογητικό, ότι συνήγορος επιτρέπεται μόνο σε εκκλησιαστικά δικαστήρια γιατί εκεί θα εκδοθεί σχετική δικαστική απόφαση η οποία ελέγχεται από τη καθήμενη Δικαιοσύνη.
Πειθαρχικά Συμβούλια
Όμως, και πάλι πλανάται η Ιερά Σύνοδος διότι στην ουσία δεν υπάρχουν εκκλησιαστικά δικαστήρια με τη στενή σημασία των διατάξεων του Συντάγματος περί Δικαστηρίων, αλλά Συμβούλια Πειθαρχικά και τα αναφερόμενα ως εκκλησιαστικά δικαστήρια ουσιαστικά είναι κατά πάντα Πειθαρχικά Συμβούλια (195/87), Ομόφωνη Απόφαση του Γ΄ τμήμ, του ΣτΕ και Απόφαση 825/88 της Ολομελείας του ΣτΕ, ν. 2683/99 «Κώδικας Δημοσίων Υπαλλήλων» πέραν του ότι με τις διατάξεις του ΝΔ 53/74, όπου κυρώνεται η Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης 4 – 11 – 1950, «περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, και των θεμελιωδών Ελευθεριών». Γεγονός που σημαίνει, ότι οι διατάξεις του Συντάγματος, «περί Δικαστηρίων και απονομής της Δικαιοσύνης», υπερισχύουν και των διατάξεων του ν. 5383/32 «περί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων».
Ο ισχυρισμός λοιπόν της Ιεράς Συνόδου ότι δεν επιτρέπεται ο Εφημέριος να παρίσταται ενώπιον της ΔΙΣ μετά συνηγόρου σε περιπτώσεις διοικητικής φύσεως θεμάτων, όπως της μεταθέσεώς του παρά τη θέλησή του, είναι αντισυνταγματικός και αντικανονικός γιατί η Σύνοδος και σ’ αυτές τις περιπτώσεις παίρνει αποφάσεις οι όποιες και ελέγχονται από το ΣτΕ (Αποφ. 825/88).
Συνεπώς, ο Εφημέριος πάντοτε παρίσταται, ενώπιον οιασδήποτε προϊσταμένης Αρχής, μετά Συνηγόρου, εκκλησιαστικού ή λαϊκού και η στέρηση αυτού του αναφαίρετου δικαιώματός του συνιστά σοβαρό ποινικό αδίκημα. Προσοχή, λοιπόν, στο μέλλον…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)